- ερπετοειδής
- -έςαυτός που μοιάζει με ερπετό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερπετό + -ειδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
ερπετόμορφος — η, ο (Α ἑρπετόμορφος, ον) αυτός που έχει μορφή ερπετού, ο ερπετοειδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερπετό + μορφος (< μορφή)]· … Dictionary of Greek